αναρχισμός — ο σύνολο δογμάτων και στάσεων με κοινή πεποίθηση ότι το κράτος είναι περιττό και επιζήμιο και πρέπει να πάψει να υπάρχει … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μπακούνιν, Μιχαήλ — (Τόρσοκ, Ρωσία 1814 – Βέρνη, Ελβετία 1876). Ρώσος συγγραφέας και αναρχικός ηγέτης. Καταγόταν από ρωσική αριστοκρατική οικογένεια και σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Πετρούπολης, γρήγορα όμως έφυγε από τον στρατό για να αφιερωθεί σε φιλοσοφικές … Dictionary of Greek
αναρχία — η 1. έλλειψη νόμιμης εξουσίας, ακυβερνησία: Ύστερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια, για ένα μικρό διάστημα, επικράτησε αναρχία. 2. ακαταστασία, αταξία: Στο σπίτι επικρατούσε αναρχία· ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. 3. αναρχισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)